Σάββατο 3 Νοεμβρίου 2007

Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΟΥ ΛΑΧΤΑΡΟΥΣΕ ΝΑ ΑΓΑΠΗΣΕΙ

(Σύνοψη του πρώτου βιβλίου γραμμένη στα Ελληνικά)

«Μιά γυναίκα μπορεί να είναι αδύναμη ή δυνατή, μπορεί να κάνει ανοησίες, μπορεί να κάνει τρομερά πράγματα, να γίνει τα πάντα ή τίποτα, και ακόμη να παραμένει... μία κυρία.» Thomas Trion, “Lady”



Βιβλίο Πρώτο

« Ξύπνημα»

Την άνοιξη του 2000 η Ελιζαμπέτα –Λίζα- Γκάλιτς βρίσκεται στην Ελλάδα.
Εδω και δέκα χρόνια, όταν πρωτοταξίδεψε στην Ελλάδα ερωτεύτηκε για πάντα αυτή την μοναδικά ξεχωριστή χώρα, όπου ανάμεσα στις ακρογιαλιές, που κόβουν την ανάσα και τα λαμπερά κάτω απ’ τον ήλιο της νησιά είναι τόσο εύκολο να βρεί κανείς την ψυχική του γαλήνη και την ίδια στιγμή να χάσει τον νού του απο την ομορφιά και το δυνατό αρχέγονο αίσθημα του έρωτα.
Αλλά τούτη τη φορά η παραμονή της στην Ελλάδα έχει παραταθεί. Είναι γεμάτη δραμματικά γεγονότα που τα αίτιά τους πρέπει να αναζητηθούν δέκα χρόνια πρίν.

Πρίν μισό περίπου χρόνο έχει παντρευτεί με εναν άντρα πολύ μεγαλύτερό της, που τον γνωρίζει εδώ και πολύ καιρό, μα τον μισεί θανάσιμα. Ο Δημήτρης Ζάγκος, ενας ψεύτης και τύρανος, πεθαίνει, μήν αφήνοντας στην Λίζα τίποτα για να κληρονομήσει. Οι γιοί του, απ’ τον πρώτο του γάμο, περιμένουν ανυπόμονα για τα χρήματα που ο Ζάγκος έχει μαζέψει, που ανάμεσά τους είναι και εκείνα που πρίν καιρό είχε κλέψει απο τη Λίζα και την οικογένειά της. Η Λίζα δεν ενδιαφέρεται, ούτε για τα χρήματα, ούτε γιά την περιουσία του, που περιλαμβάνει, μαζί μ’ άλλα, ενα πανάκριβο αυτοκίνητο, έπιπλα, πολύτιμους πίνακες και πανέμορφες πορσελάνες. Ολα αυτά της ανήκουν,σύμφωνα με τον νόμο, αλλά αφήνει τα πάντα ανέγγιχτα. Γύρευε εκδίκηση και την πήρε.

Εκείνη τη μέρα, στα τέλη του Απρίλη του 2000, η Λίζα επιστρέφει απο την κηδεία στο διαμέρισμα, που ο Μίμης νοικιάζει τα τελευταία χρόνια πρίν τον θάνατό του κι όπου έζησαν μαζί μοναχά για οχτώ μήνες. Σ’ αυτό το διαμέρισμα θα μείνει μέχρι το πρωϊ κι αφού πακετάρει όλα της τα υπάρχοντα, πίνακες, πινέλα και καμβάδες, καθώς και τη γλάστρα με το φυτό κάτω απ’ την οποία έκρυβε τα χρήματα που ξέκλεβε λίγα-λίγα απο τον Μίμη, θα πάει να μείνει σε κάποιο ξενοδοχείο. Δεν κατηγορεί τον εαυτό της για τον θάνατο του Ζάγκου, αλλά το γεγονός οτι ο θάνατός του δεν έγινε απο τύχη, την τρομοκρατεί. Υποφέρει απο μοναξιά, απο αδυναμία να μοιραστεί με κάποιον τα βάσανα και τους φόβους της. Στην προσπάθειά της να ηρεμήσει παίρνει ενα υπνωτικό χάπι. Εχει ανάγκη να κοιμηθεί έστω και για λίγο, γιατί θα περάσει τη νύχτα με τις αναμνήσεις της ζωής της, θα κάψει τα γράμματα του Μίμη και θα λογαριάσει όλους όσους της χρωστάνε σε τούτη τη ζωή. Γιατί ο Μίμης δεν είναι ο μόνος που την έκανε να πικραθεί και να πονέσει. Την παίρνει ο ύπνος κι ονειρεύται τα παιδικά της χρόνια, όταν όλα για αυτήν ήταν καλά, ασφαλή και ήρεμα...

Το όνομα Λίζα της δόθηκε προς τιμή της προγιαγιάς της Ελιζαμπέτα Χομένκο, αριστοκράτισα και κάποτε τιτλούχο της Κομητείας του Χάρκοβου. Απο εκείνην έχει πάρει την ομορφιά, τον επαναστατικό χαρακτήρα, το κοφτερό μυαλό και την περηφάνια. Γεννήθηκε στο Ισμαήλ, πάνω στο δέλτα του Δούναβη, στο σπίτι του πρώην Τούρκου Προξένου, αγκαλιασμένο απο ενα πανέμορφο κήπο. Είχε την τύχη να ζήσει σ’ εκείνο το σπίτι, ανάμεσα στους αγαπημένους της, δίχως να αντιληφθεί τί είναι κομμουνισμός, ισοπέδωση και φτώχεια, για οχτώ ολάκερα χρόνια.
Σπουδάζει στο σχολείο που στεγάζεται σε ένα πρώην ανάκτορο που είχε χτιστεί, πολλά χρόνια πριν την επανάσταση, απο κάποιο πλόυσιο Ελληνα, τιτλούχο, μεγαλέμπορο, που ζούσε κάποτε με την οικογένειά του στο Ισμαήλ. Στο φίνο μωσαϊκό πάτωμα της μεγάλης αίθουσας του σπιτιού του, είχε παραγγείλει να ψηφιδωθεί το όνομα του σακάτη γιού του. Τρέχοντας πανω σ’εκείνο το όμορφο μωσαϊκό μαζί με τ’ άλλα παιδιά στα διαλείματα η μικρή Λίζα δεν μπορεί κάν να φανταστεί οτι μιά μέρα θα γινόταν κόμησα απο τον γάμο της με τον εγγονό εκείνου του Ελληνα προύχοντα που έχτισε εκείνο το ανάκτορο.

Στο μεταξύ μεγαλώνει παρατηρώντας προσεκτικά τους μεγάλους, τυλιγμένη απο την αγάπη του παππού, της γιαγιάς και των γονιών της.
Η Αννα, το δέκατο τρίτο παιδί της Ελιζμπέτας Χομένκο και γιαγιά της Λίζας, έμεινε ορφανή απο μάνα σαν ήταν τριών χρονών. Ο πατέρας της, πικραμένος απο το χαμό της γυναίκας του, πέθανε ενα χρόνο μετά, απο το πιοτό. Η Αννα και τα τέσσερα απο τα αδέρφια της, που μέχρι τότε είχαν μείνει ζωντανά, βρέθηκαν πεντάρφανα. Η μικρή Αννουσκα βρήκε ψωμί και στέγη στη μεγαλύτερη αδελφή της, που ήταν παντρεμένη με ενα αξιωματικό του Κόκκινου Στρατού. Στα δεκάξη της η Αννα παντρεύτηκε κι εκείνη με ενα πολιτικό αξιωματούχο του ιδεολογικού τμήματος της αεροπορίας. Τότε γεννήθηκε η Αλεξάνδρα, μητέρα της Λίζας. Στα τέλη του ’30 ο Γιάκομπ, σύζυγος της Αννας, τέθηκε σε κατ’ οίκον περιορισμό απο το καθεστώς του Στάλιν. Οσο καιρό ηταν φυλακισμένος μέσα στο ίδιο του το σπίτι, φόραγε την στολή του αξιωματικού του Τσαρικού Στρατού, ζωγράφιζε και έγραφε ένα θρησκευτικό αντικαθεστωτικό βιβλίο με θέμα την Βίβλο. Κάθε μέρα που περνά με τον φόβο να στείλουν τον άντρα της στη Σιβηρία, η Αννα προσευχόταν να τον αφήσουν ζωντανό. Τελικά δεν τον πείραξαν, αλλά ο Γιάκομπ βρήκε τραγικό θάνατο στον πόλεμο, τον Αύγουστο του ’41. Μετά τον πόλεμο η Αννα ξαναπαντρεύτηκε με τον Νικήτα Γιάρτσεφ, που έγινε πατέρας για την Αλεξάνδρα και λατρεμμένος παππούς για τη Λίζα.

Ο παππούς Νικήτας προερχόταν απο οικογένεια «κουλάκ» (εύποροι ανεξάρτητοι αγρότες την εποχή των αλλαγών του Λένιν).
Στα τέλη της δεκαετίας του ’20, όταν ήταν κοντά δεκατεσσάρων χρονών, η οικογένειά του, πατέρας, μάνα και τρία αδέρφια, κατακρεουργήθηκαν μπρός στα μάτια του απο τους ανθρώπους του Στάλιν. Η αδελφή του βιάστηκε και δολοφονήθηκε άγρια. Σαν απο θαύμα κατάφερε να σώσει τη ζωή του μόνος του. Κρύφτηκε σε ένα γειτονικό χωριό, δούλεψε όπου τον έπερναν για δουλειά και στις αρχές του Β’ παγκοσμίου πολέμου βρέθηκε στο μέτωπο. Πολεμώντας ασταμάτητα, φτάνει στο Βερολίνο χωρίς γρατζουνιά και για τα κατορθώματά του, που και πολλά και μεγάλα ήταν, του απονέμεται ο Χρυσός Αστέρας του Ηρωα.
Μετά τον πόλεμο τον στέλνουν να σπουδάσει στο Λενινγκραντ στο Ινστιτούτο Εμπορίου και Οικονομικών και μετά την επιτυχή του αποφοίτηση διορίζεται Διευθυντής του Εμπορικού Στόλου του Δούναβη. Ηταν τότε που όλη η οικογένεια μετακόμισε στο Ισμαήλ στο σπίτι του πρώην Τούρκου Προξένου.
Εκεί ο Νικήτας νοιώθει απερίγραπτη και απεριόριστη ευτυχία με την γέννηση της εγγονής του Λίζας , αφου δεν είχε την τύχη να χαρεί δικά του παιδιά απο το γάμο του με την Αννα. Φροντίζει να έχει η Λίζα του μιά καλή ζωή, της φέρνει πάντα όμορφα δώρα απο την Αυστρία και την Ουγγαρία και την κακομαθαίνει.

Η Αλεξάνδρα, μητέρα της Λίζας, έχει αδύναμη κράση. Εχει υψηλή μόρφωση, είναι ευαίσθητη, όμορφη, αλλά την ίδια ώρα είναι μιά γυναίκα που έχει χάσει τον εαυτό της μέσα στην ίδια της την παθητικότητα, την αδυναμία και τις απογοητεύσεις της. Παντρεύεται με ενα αξιωματικό του Ναυτικού, τον Βασίλι Τροπίνιν, που δεν τον αγαπά και αυτοκαταδικάζεται να ζήσει μιά μοναχική ζωή μαζί του. Ιδιαίτερα μοναχικά είναι τα αρκετά χρόνια που ζήσανε μαζί στην Καμτσάτκα, μέσα σε ατέλειωτα κρύα χιόνια.Εκεί ο Βασίλι αρχίζει να πίνει. Υστερα απο δεκαεφτά χρόνια, έχοντας αποτύχει να σώσει τον γάμο τους, τον χωρίζει.

Ο Βασίλι είναι ιδιαίτερα ταλαντούχος, σχεδιάζει και ζωγραφίζει πίνακες. Η στρατιωτική υπηρεσία τον καταπιέζει, τον μειώνει και του δένει τα χέρια. Γεννημένος σε ένα χωριό της Σιβηρίας κληρονόμησε, ποιός ξέρει απο ποιόν, το ταλέντο και την ομορφιά του. Τα κυματιστά σκοτεινά μαλλιά του, η ευγενικά γαμψή του μύτη, τα τεράστια γκρίζα του ματια με τις μεγάλες μαύρες βλεφαρίδες και η ευαίσθητη κι ευγενική καρδιά του κατέκτησαν πολλές γυναίκες, αλλά όχι την Αλεξάνδρα. Αυτός είναι ο λόγος που είναι τόσο ανυπόμονος να γεννηθεί η κόρη του, που θα της μάθει να ζωγραφίζει, να κυνηγάει και να ζεί μιά ζωή ελεύθερη, γεμάτη περιπέτεια και ευχαρίστηση. Ποτέ δεν κατάφερε να πραγματοποιήσει την επιθυμία του και μετά τον χωρισμό του εσβησε την κόρη του απο την ζωή του, προφανώς θέλοντας να την τιμωρήσει, επειδή, στο διαζύγιο με την Αλεξάνδρα, πήρε το μέρος της μητέρας της χωρίς συμβιβασμούς.

Το σπίτι του Ισμαήλ για χρόνια τους προστάτεψε όλους απο την φτώχεια και τον κομμουνισμό.
Οταν όμως η Λίζα ήταν μόλις εννιά χρονών ο παππούς Νικήτας ξαφνικά πέθανε. Η ευτυχισμένη ζωή της Λίζας γίνεται κομμάτια. Η παιδική της ηλικία, που πέρασε στο όμορφο σπίτι με τον κήπο, που στο συντριβάνι του κολυμπούσαν χρυσόψαρα, έχει τελειώσει.

Το τελευταίο που η Λίζα βλέπει στα όνειρά της είναι το κρεματόριο του Νεκροταφείου Νοβοντέβιτσι στη Μόσχα και ενας φούρνος, που στα σπλάχνα του, μέσα σε μια φωτιά που βουϊζει χάνεται το φέρετρο με την σωρό του παππού Νικήτα. Ξυπνάει μές στα δάκρυα.

Το βράδυ πέφτει. Η Λίζα φτιάχνει τη φωτιά στο τζάκι και αρχίζει να ξαναδιαβάζει τα γράμματα του Μίμη. Εχει μιά ολόκληρη στίβα απο αυτά. Αυτός ο τιποτένιος θα μπορούσε να την είχε λιώσει κάτω απο το πόδι του, αλλά η Λίζα επέζησε χάρη στο αλύγιστο πνεύμα, την περηφάνια και την αξιοπρέπεια, που βρίσκονται στα κύτταρά της απο τις προηγούμενες γενιές των γυναικών της φαμίλιας της. Εχοντας επιζήσει μέσα απο πολλές προσωπικές δυσκολίες και ιστορικές τραγωδίες οι γυναίκες αυτές ποτέ δεν λύγισαν, ούτε συμβιβάστηκαν. Ετσι φτιαγμένη είχε γεννηθεί και η Λίζα.

Στα 1974 μπαίνει στο Πανεπιστήμιο του Κιέβου. Υστερα απο ένα χρόνο γίνεται δεκτή στα φημισμένα, εκείνη την εποχή, τμήματα εκπαίδευσης της Ιντουρίστ, απ’ όπου αποφοίτησε με λαμπρή επιτυχία ανάμεσα στους πρώτους και έγινε διερμηνέας. Παρ’ ότι αρχίζει να συναντά πολλούς κι ενδιαφέροντες ανθρώπους, παντρεύεται με τον Αλεξέϊ Γκάλιτς, γιό ενός υψηλόβαθμου κομματικού γραφειοκράτη. Η Λίζα νομίζει οτι είναι ερωτευμένη με τον καλοφτιαγμένο Αλεξέϊ, που μποροστά του φαίνεται να ανοίγεται ενα πολλά υποσχόμενο μέλλον. Θέλει να βρεί τον εαυτό της και πάλι στην ατμόσφαιρα της καλοπέρασης και της ασφάλειας των παιδικών της χρόνων. Μετά το διαζύγιο της Αλεξάνδρας με τον Βασίλι, οι τρείς γυναίκες, Αλεξάνδρα, Αννα και Λίζα στην κυριολεξία έχουν πεινάσει. Με τον γάμο της η Λίζα ελπίζει να βελτιώσει την κατάσταση της οικογένειάς της. Οι ελπίδες της δυστυχώς δέν πραγματοποιούνται. Ο πατέρας του Αλεξέι, θεωρώντας τον μεγάλο πιά γιό του, ανεξάρτητο, αρνείται να τον βοηθήσει να σταθεί στα πόδια του. Ο Αλεξέϊ, που έχει ζήσει όλη του τη ζωή πίσω απο τις πλάτες του πατέρα του, χάνει την αυτοπεποίθησή του, και γίνεται ενας αδύναμος και παράλληλα φθονερός σύζυγος. Η Λίζα τον κρατάει προσπαθώντας να αποδείξει στον εαυτό της και στους άλλους, οτι αφού αποφάσισε να κάνει οικογένεια, θα την διατηρήσει κόντρα σε κάθε εμπόδιο. Ενα χρόνο μετά τον γάμο της γεννιέται ο γιός της ο Ιγνάτ, που με τον καιρό γίνεται ο κοντινότερος ανθρωπος για την Λίζα.

Αφού δούλεψε για κάποιο ακόμα καιρό σαν διερμηνέας για την Ιντουριστ, η Λίζα στρατολογήθηκε απο την Κα Γκε Μπε. Η Ιντουρίστ σνεργάζεται στενά με αυτή την «υπηρεσία». Καθε τμήμα διερμηνέων επιβλέπεται αθέατα απο αξιωματικό της Κα Γκε Μπε και στον τελευταίο όροφο του κτιρίου που στεγάζει την Ιντουριστ, υπάρχει ενα μικρό ήσυχο δωμάτιο, που επισκέπτεται συχνά για να εκτελέσει τα καθήκοντά του ο νεαρός λοχαγός Μπελώφ της Κα Γκε Μπε . Εχει εντολές να παρακολουθεί, να επιλέγει και να στρατολογεί τις πιό έξυπνες και συμπαθητικές μεταφράστριες.

Απο τότε που ήταν μικρή η Λίζα της αρεσε να συμβαίνει κάτι κανούριο στη ζωή της περιμένοντας ανυπόμονα κάθε φορά νέες περιπέτειες. Αηδιάζει με την στάσιμη και ανάλατη ζωή που κάνει. Τον Γεννάρη του 1980 δεν αντέχει άλλο. Ο γάμος της με τον Αλεξέι έχει γίνει μονότονος και βαρετός. Στην Ιντουρίστ δεν υπάρχει δουλειά, γιατι η Σοβιετική Ενωση μποϋκοτάρεται, λόγω του Αφγανιστάν. Η μοναδική μέχρι τότε περιπέτεια που άξιζε, όσο δούλευε σαν διερμηνέας, ήταν μια ανοιχτά επικίνδυνη ανυπακοή στους κανονισμούς, όταν είχε βοηθήσει ενα νεαρό Αμερικανό «τουρίστα», που θεωρείτο απο την Κα Γκε Μπε κατάσκοπος. Προβλέποντας την δυνατότητα να γίνει αξιωματούχος και τελικά λοχαγός της Κα Γκε Μπε - μιά νέα περιπέτεια για εκείνην - η Λίζα πείθεται τελικά απο τον λοχαγό Μπελώφ, που ήδη την πολιορκεί κι έτσι εντάσσεται στην Κα Γκε Μπε. Οταν της περιγράφουν τα καθήκοντά της στις διάφορες συνεντεύξεις, της κρύβουν την αλήθεια. Αργότερα ανακαλύπτει τα πραγματικά της καθήκοντα και το μίσος της γι’ αυτά. Αρνείται να καταδίδει τους συναδέλφους της. Γι’ αυτή της την ανυπακοή απειλούν να την στείλουν στο μέτωπο του Αφγανιστάν. Κάποτε, κατα την διάρκεια εξετάσεων στην σκοποβολή, προσπαθούν να την βιάσουν. Για να απαλλαγεί απ’ αυτήν ο ανώτερός της αξιωματικός την στέλνει σε μια επικίνδυνη αποστολή ελπίζοντας οτι δεν θα ξαναγυρίσει ποτέ απο αυτήν... Η Λίζα σώζεται απο τον λοχαγό Μπελώφ, που είναι απο καιρό ερωτευμένος μαζί της. Απο θαύμα μένει ζωντανή, μισώντας αυτη τη δουλειά απο τα βάθη της καρδιάς της και παίρνει την αποφαση να ξεφύγει με κάθε τρόπο απο την Κα Γκε Μπε. Με δικαιολογία την δήθεν κακή υγεία του γιού της καταφέρνει να παραμένει στο σπίτι της, αλλά ελευθερώνεται πραγματικά μόνο μετά τον θάνατο του Μπρέζνιεφ κι έτσι η στρατιωτική της καριέρα τελειώνει για πάντα.
Στην Κα Γκε Μπε η Λίζα γίνεται στενή φίλη με την Μαργκώ, Μαργκαρίτα Μπουλγκάκοβα. Ο πατέρας της Μαργκώ είναι ενας απο τους υποδιευθυντές της Κα Γκε Μπε όλης της ΕΣΣΔ, που ζεί με την γυναίκα του και τον μεγαλύτερο γιό του στην Μόσχα. Η θέση του πατέρα της δίνει στην Μαργκώ απεριόριστα προνόμια. Με αυτά της τα πλεονεκτήματα η Μαργκώ βοηθά την Λίζα στις δυσκολίες της. Χαρη σ’ αυτήν η Λίζα, αφού παραιτήθηκε απο την Κα Γκε Μπε, βρίσκεται πάλι στην Ιντουρίστ και πάλι χάρη σ’ αυτήν παίρνει το πρώτο στη ζωή της διαβατήριο εξωτερικού.

Τον Μάρτη του 1999 η Λιζα για πρώτη της φορά ταξιδεύει στο εξωτερικό. Μη έχοντας καταπιεστεί απο τις κομμουνιστικές ιδέες, απο την γέννησή της, μεγάλωσε σαν ελεύθερο και ανεξάρτητο άτομο. Είναι περήφανη που δεν άφησε το σύστημα να την αγγίξει, αλλά το χρησιμοποίησε μόνο σαν τρόπο επιβίωσης. Κατάφερε να δημιουργήσει γύρω της κάτι σαν θύλακα μέσα στον οποίο καλιέργησε την συμπεριφορά της στον περιβάλλοντα κόσμο, την αισθητική της και την αγάπη της γιά κάθε τί ωραίο. Γι αυτό η Λιζα μοιάζει περισσότερο σαν ξένη στην ίδια της τη χώρα. Πολύ συχνά κατηγορείται οτι δεν ξέρει την «πραγματική ζωή», όπου κυβερνάει η φτώχεια, η πάντα μεθυσμένη απογοήτευση, τα πολιτικά παιχνίδια και η ιδεολογική καταπίεση. Μπορούσε να οχυρωθεί απο όλα αυτά, επειδή είχε δυνατό μυαλό και πάνω απ’ όλα εκτιμά την ομορφιά. Δεν μπορεί ούτε να εξαγοραστεί ούτε να πεισθεί απο τα σοσιαλιστικά «αγαθά». Το μεγαλύτερό της όνειρο είναι και παραμένει, η αγάπη. Θέλει να ζήσει πάλι μέσ’απο κείνη την αγάπη των παιδικών της χρόνων, όταν οι τέσσερεις ενήλικες της οικογένειάς της την αγαπούσαν τρυφερά, αφιερωμένα και απεριόριστα.

Απρόσμενα στην Αίγυπτο, όπου πήγε, ερωτεύεται. Γνωρίζεται με τον Αιγύπτιο Φάχρι Αλ Φάχμι σε μιά τράπεζα, όπου πήγε να αλλάξει συνάλλαγμα. Εκείνος είναι απο γνωστή και αριστοκρατική οικογένεια, εξαιρετικά μορφωμένος και γοητευμένος απο τη Λίζα. Εκείνη αισθάνεται σα να ξυπνά απο ενα μακρύ ύπνο. Ουτε καν τολμά να τον πλησιάσει περισσότερο, μα τα αισθήματά της γι’ αυτόν ξυπνάνε την γυναίκα μέσα της. Αντιλαμβάνεται πόσο ωραίο είναι να αγαπά και να αγαπιέται, πόσο ωραίο θάταν να έχει χρήματα και να νοιώθει ανεξάρτητη και ασφαλής, πόσο ωραίο να αποκτήσει παιδιά απο εκείνον που αγαπά, που θα έχουν ένα χορτάτο και ασφαλές μέλλον.
Μέσα απο την Αίγυπτο, πού βέβαια δεν είναι μιά ανεπτυγμένη χώρα, αλλα σίγουρα πιό ελεύθερη απο την δικη της «βλέπει» άλλες χώρες, όπου η ανθρώπινη αξιοπρέπεια δεν καταπιέζεται, όπου κάθε άνθρωπος μπορεί να αναπνέει ελεύθερα, να διαλλέγει ανεξάρτητα τον δρόμο της ζωής του, να αποφασίζει για το πού και με ποιόν θα ζήσει, δίχως να νοιάζεται για τις αποφάσεις που κάθε φορά παίρνει γι’ αυτόν το κόμμα και η κυβέρνηση.

Στην ΕΣΣΔ στις αρχές του ΄90 ανατέλλει το χάος : Οι δεσμοί ανάμεσα στις πρώην Δημοκρατίες σπάνε, η οικονομία κατακρημνίζεται, μοιράζουν μοναχά δυό λίτρα γάλα σε κάθε οικογένεια, ενώ βασικά είδη, όπως οδοντόπαστα και βούτυρο,εξαφανίζονται. Στους δρόμους εμφανίζονται χιλιάδες άνεργοι επαίτες υψηλής μόρφωσης. Η εποχή της Ιντουρίστ φτάνει κι αυτή στο τέλος της, ενω το εβδομηντάχρονο μονοπώλιό της πεθαίνει μαζί της.
Η Λίζα καταλαβαίνει, οτι κάτω απο τέτοιες συνθήκες δεν μπορεί να προστατέψει την Αννα και την Αλεξάνδρα απο τη φτώχεια και δεν μπορεί να διασφαλίσει για τον μικρό Ιγνάτ ενα αξιοπρεπές μέλλον.
Γράφει στο ημερολόγιό της : « Πρέπει να φύγω και να δώ τα πάντα απο μακρυά ,να αποξενωθώ. Υστερα ίσως γυρίσω πίσω. Τότε θ’ αγγίξω το χώμα που με γέννησε με τα χείλη μου και θα μεταννοήσω μπροστά στον βασανισμένο λαό αυτής της γής. Θα ψιθυρίσω « αμάρτησα συγχώρα με Θεέ μου!».
Εν τω μεταξύ αποφασίζει να αφήσει τη χώρα. Αλλά πώς να πραγματοποιήσει αυτή της την επιθυμία;

Ο Φάχρι Αλ Φάχμι της προτείνει να παντρευτούν. Ολη η μεγάλη του οικογένεια ζεί εδώ και πολλά χρόνια στο Παρίσι. Ακριβώς εκεί σχεδιάζει να εγκατασταθεί με την Λίζα. Εκείνη δέχεται καταλαβαίνοντας οτι θα πρέπει να ασπασθεί την θρησκεία του. Αυτό δεν την σταματά αφού τον αγαπάει. Ο Φάχρι έρχεται στο Κίεβο, της κάνει επίσημη πρόταση και ξαναφεύγει για τις ετοιμασίες του γάμου, αλλα στη συνέχεια εξαφανίζεται. Ούτε γράμμα ούτε τηλεφώνημα για μήνες. Η Λίζα θρηνεί. Προσπαθεί απεγνωσμένα να υποθέσει, με δυσκολία βρίσκει τη δύναμη να συνεχίσει να ζεί. Τελικά κάποια στιγμή παίρνει ενα γράμμα γραμμένο απο ξένο χέρι.
Ο Φάχρι είχε ενα σοβαρό ατύχημα με το αυτοκίνητο και είναι ακόμη στο νοσοκομείο. Αλλά η Λίζα τον έχει ήδη ξεπεράσει. Της είναι δύσκολο να συγχωρήσει μια τόσο μακρόχρονη σιγή απ την πλευρά του. Δεν τον κατηγορεί γι’αυτό, αλλά ίσως έτσι νάναι καλύτερα...

Παίρνει διαζύγιο απο τον Αλεξέϊ και ανοιχτά πιά ψάχνει για σύζυγο. Τώρα το πρακτικό της μυαλό της λέει, οτι όχι η αγάπη, αλλά το χρήμα είναι η μόνη προστασία απο τις συμφορές. Οι άνδρες την ερωτεύονται έυκολα, αλλά εκείνη κρατάει αποστάσεις. Κάποτε ενας ηλικιωμένος Ελληνας, απόμαχος πιλότος, πτέραρχος και χήρος, της προτείνει να έρθεί στην Αθήνα και να διδάξει αγγλικά στο ιδιωτικό σχολείο που του ανήκει. Τι θα μπορούσε να ήταν καλύτερο; Θα διατηρήσει την ανεξαρτησία της και την αξιοπρέπειά της, χωρίς να δεσμευτεί με γάμο. Γιατί τον Δημήτρη Ζάγκο, φυσικά, δεν τον αγαπά. Ο Μίμης αντίθετα της γράφει τακτικά, της τηλεφωνεί και οργανώνει τον ερχομό της στην Αθήνα. Αλλά στον τόπο του γίνεται ενα τελείως διαφορετικό πρόσωπο. Είναι ένας αγενής γεροζηλιάρης που απαιτεί πιεστικά να την πλησιάσει περισσότερο.

Ολα αυτά για τη Λίζα είναι ανυπόφορα, αλλά στο μεταξύ ερωτεύεται ξανά. Αυτή τη φορά με την Ελλάδα. Εχει την αίσθηση οτι κάτι την συνδέει με τούτο τον αρχαίο τόπο, αναγνωρίζει αλάθητα μέσα της μιά χώρα, που, σαν να την ξέρει απο παλιά, είναι το μόνο μέρος στον κόσμο όπου μπορεί να ζήσει και να ζωγραφίσει. Φεύγοντας απ’ την Ελλάδα αποφασίζει, αντίθετα με κάθε λογική, να συνδέσει το πεπρωμένο της με τον Μίμη. Αν αυτό είναι το τίμημα, θα το πληρώσει.

Την επόμενη χρονιά ο Μίμης προσκαλεί τη Λίζα με τον Ιγνάτ να περάσουν το καλοκαίρι στο εξοχικό του σε ένα νησί. Στα τηλεφωνήματά του της λέει οτι απασχολείται με την άδεια διδασκαλίας γι’ αυτήν, αλλά καί τουτη τη φορά η ιστορία επαναλαμβάνεται: Στα γράμματά του ο Μίμης παρουσιάζεται σαν ρομαντικός, εύφροντις μελλοντικός σύζυγος και πατέρας. Στην πραγματικότητα όμως, μόλις καταλαβαίνει οτι πήρε αυτό που ήθελε, μετατρέπεται σε τύρανο και τσιγκούνη, λογαριάζοντας κάθε δραχμή, βαζανίζοντας τη Λίζα με την ζήλεια του και τον Ιγνάτ με την δυσαρέσκειά του. Αλλα αυτή τη φορά η πραγματικότητα είναι ακόμη χειρότερη. Το ταξίδι στο νησί είναι η αμοιβή για την υποδειγματική συμπεριφορά της Λίζας, που πρέπει να δεχτεί τους όρους του και να γίνει ερωμένη του. Οτιδήποτε αφορά τις υποσχέσεις του χάνεται. Για παράδειγμα δεν μπορει πιά να διδάξει στο σχολείο του, αφού το πούλησε και για εκείνη έχει τελείως διαφορετικά σχέδια.
Καταλαβαίνοντας ο Μίμης, οτι η Λίζα δεν είναι έτοιμη, ούτε τα ψέματά του, ούτε τις απαιτήσεις του να δεχτεί, έχοντας χάσει τον έλεγχό του προσπαθεί να την κατακτήσει μπροστά στα μάτια του Ιγνάτ. Εκείνος νοιώθωντας ένα άγνωστο γι’ αυτόν μέχρι εκείνη την ώρα θυμό, πιάνει ενα ρόπαλο του μπέιζ μπώλ και αποπειράται να χτυπήσει τον Μίμη στο κεφάλι. Την τελευταία στιγμή ο Μίμης απο τύχη σώζεται. Αφου ήρθε πάλι στα λογικά του τους παίρνει, παρ’ όλα αυτά, και τους δύο, στην Αίγινα στη θάλασσα. Η Λίζα μή έχοντας άλλη επιλογή συμφωνεί. Χρειάζεται χρήματα για να βγάλει τα εισητήρια της επιστροφής. Το κράτος της, παρ’ ότι τώρα πιά αφήνει τους πολίτες του να ταξιδέψουν στο εξωτερικό πολλές φορές το χρόνο, τους επιτρέπει να αλλάξουν συνάλλαγμα μόνο μιά φορά.

Στο εξοχικό του Μίμη η Λίζα και ο Ιγνάτ ζούν σαν φυλακισμένοι. Ο Μίμης ελέγχει κάθε τους βήμα και δεν τους αφήνει μόνους ούτε λεπτό. Δεν αγαπάει βέβαια τη Λίζα, αλλά τρελλαίνεται στην ιδέα να την κάνει δική του. Η ομορφιά και τα νιάτα της του παίρνουν το μυαλό. Ολη του τη ζωή θέλει με πάθος, αλλά δεν τολμά να έχει ερωμένες, γιατί φοβάται οτι θα είναι ανεπαρκής μπροστά τους. Φοβάται ακόμα τα στόματα του κόσμου. Η γυναίκα του, που ήταν μια μορφωμένη κι ευαίσθητη γυναίκα, αρνήθηκε να συνεχίσει να μοιράζεται το κρεβάτι του γάμου τους μαζί του, αμέσως μετά τη γέννηση των γιών τους. Πέθανε πριν τρία χρόνια κι απο τότε είναι επι τέλους ελεύθερος και ο Θεός τον ανταμοίβει δίνοντάς του την ευκαιρία να συναντήσει μιά ομορφιά του Μποτιτσέλι. Μόνο την περηφάνια της απέτυχε να λυγίσει μέχρι τώρα.

Εν τω μεταξύ η Λίζα και ο Ιγνάτ προσπαθούν να δούν πώς θα αποδράσουν απ’ το νησί, να πάρουν τα εισητήρια και να επιστρέψουν στο Κίεβο. Κάποιο βράδυ ενω κάθονταν στον κήπο του εξοχικού, βλέπουν να μπαίνει στο λιμάνι μιά θαλαμηγός, που ωραιότερη δεν είχαν ξαναδεί. Κάτι δόνησε την καρδιά της Λίζας και μιά ελπίδα ξύπνησε. Το χάραμα κοίταξε απο το παράθυρό της και αγκάλιασε με το βλέμμα της το όμορφο σκάφος. Μη ξέροντας απο πού ερχόταν το προαίσθημα, νοιώθει μιά έξαψη και ένα σκίρτημα αγάπης να γεμίζουν την ψυχή της. Εκείνη τη στιγμή στο κατάστρωμα της θαλαμηγού ο Τζώρτζ Αλιάγας συλλογίζεται. Αγνατεύει προς τα λευκά σπιτάκια στην ακτή του νησιού και τις συστάδες απο τα κόκκινα γεράνια που φαίνονται μέσ’ απ’ την πρωϊνή δροσιά και σκέφτεται οτι η ζωή του έχει καταξιωθεί μόνο κατα ενα μέρος. Εχει αποτύχει να συναντήσει μιά γυναίκα της δικής του στόφας- απρόβλεπτη, άφοβη,όμορφη- με την οποία θα μπορούσε να κάνει κάθε εγχείρημα με ρίσκο και να πιάσει την πραγματική επιτυχία απο την ουρά.Φαντάζεται το πρόσωπό της στην επιφάνεια του δροσερού νερού που ακουμπά ήρεμα τα ύσαλα του σκάφους.

Το άλλο πρωϊ, για πρώτη φορά απο τότε που ήρθαν στο νησί, ο Μίμης φεύγει για την Αθήνα για να τακτοποιήσει κάποιες δουλειές του με την τράπεζα. Η Λίζα ξυπνά τον Ιγνάτ και τρέχουνμαζί στο «δικό τους μέρος» στην παραλία. Το κότερο έχει αγκυροβολήσει κάπου εκατό μέτρα απο την ακτή. Η Λίζα αποφασίζει να κολυμπήσει μέχρι εκεί, ελπίζοντας,ποιός ξέρει γιατί, οτι θα βρεί βοήθεια. Υπόσχεται στον Ιγνάτ οτι τίποτε κακό δεν θα της συμβεί εξηγώντας του οτι αυτή είναι η μοναδική τους ευκαιρία.

Στο κότερο την υποδέχονται με υποψίες . Οι άνδρες που θέλουν να περάσουν το Σαββατοκύριακο χωρίς συζύγους και φιλενάδες, δεν θέλουν περιπλοκές. Στην αρχή την περνάνε απο εκείνες τις Σκανδιναυές που γίνονται σκνίπα τα βράδυα και το πρωϊ δεν θυμούνται ούτε ποιό είναι το όνομα του ξενοδοχείου τους. Αλλά η Λίζα τους κάνει να ακούσουν αυτά που τους λέει. Μονάχα λίγες λέξεις της , η ομορφιά και η απελπισία της, τους κάνουν να την πιστέψουν. Η περηφάνεια τους θίγεται αφού δεν μπορούν να ανεχθούν, οτι μια γυναίκα με τον γιό της θα μπορούσαν να υποφέρουν απο την βαρβαρότητα ενός συμπατριώτη τους. Οσο η Λίζα λέει την ιστορία της , την κοιτάει αδιάκοπα ενας άνδρας με μάτια αρπακτικού. Τέτοια μάτια μόνο ένα αρπακτικό μπορεί να έχει . Στο σώμα και τις κινήσεις του υπάρχει μιά χάρη και ηρεμία παράλληλα με κρυμμένη δύναμη και εξουσία. Αμέσως τον αναγνωρίζει. Είναι εκείνος που περίμενε όλη της τη ζωή. Είναι εκείνος που πάντα ήθελε να αγαπήσει...

Ο Τζώτρτζ Αλιάγας δίχως να το πολυσκεφτεί της υπογράφει ένα τσέκ. Το ποσό επιτρέπει σε κείνη και τον γιό της όχι μόνο να βγάλουν τα εισητήρια της επιστροφής αλλά και να περάσουν άνετα μιά εβδομάδα στην Αθήνα. Δυό νεοι άνδρες απ’ την παρέα του σκάφους προθυμοποιούνται να πάνε τη Λίζα και τον Ιγνάτ στην πόλη. Βάζουν τη Λίζα σε ενα μικρό ταχύπλοο και στη συνέχεια με ενα τζίπ που περίμενε στο λιμάνι παίρνουν τον Ιγνάτ και σε δυόμιση περίπου ώρες αποχαιρετούν τη Λίζα και τον Ιγνάτ στο ξενοδοχείο τους στην Αθήνα. Εκείνη τη νύχτα για πρώτη φορά η Λίζα κοιμάται ήρεμα. Κατάφερε να ελευθερώσει το εαυτό της και το γιό της απο εκείνη την ποντικοπαγίδα και να συναντήσει εκείνον που ονειρευόταν. Στο τσέκ διάβασε το όνομά του : Τζώρτζ Αλιάγας. Ομως αυτός θα παραμείνει το μυστικό της, γιατί δεν είναι μοιραίο να ειδωθούν ξανά. Είναι όμως βέβαιη;

Γυρίζοντας πίσω στο Κίεβο η Λίζα αντιλαμβάνεται οτι οι περιπέτειές της αποδείχτηκαν λάθη για τα οποία τώρα πρέπει να πληρώσει. Δεν ξέρει τι να κάνει, πώς να σταθεί στα πόδια της μιά και δεν έχει πιά δουλειά. Η Αλεξάνδρα αναστατωμένη απο τις ατυχίες της κόρης της αρχίζει να αρρωσταίνει και στο σχολείο του Ιγνάτ τα παιδιά τον κοροϊδεύουν. Η Μαργκώ έτρεφε την ελπίδα οτι θα μπορούσε να στείλει την κόρη της , για την τύχη της οποίας ανησυχεί,κοντά στη Λίζα, εφ’ όσον εκείνη εγκαθίστατο στην Ελλάδα. Η Λίζα αισθάνεται ένοχη μπροστά σε όλους αυτούς. Ετσι ξεκινάει μιά απόπειρα να πάει στον Καναδά, όπου είναι προσκεκλημένη ενός παλιού γνώριμου, που είναι υπουργός εκεί, αλλά η απόπειρα της αυτή αποτυγχάνει στο ξεκίνημά της. Για να πάρει και τον Ιγνάτ μαζί της χρειάζεται την άδεια του Αλεξέϊ. Η Λίζα του προσφέρει την ευκαιρία να πάει μαζί τους με τον όρο, οτι στον Καναδά θα τους αφήσει ήσυχους. Στην Καναδική Πρεσβεία, όπου οι πόρτες είναι ανοιχτές για εκείνη, λόγω των συστάσεων του υπουργού, της αρνούνται την βίζα εξ αιτίας του Αλεξέϊ. Ο σύζυγος, έστω και πρώην, θα μπορούσε να γίνει πηγή μή αναγκαίων περιπλοκών. Τελικά δεν την ένοιαξε που τα πράγματα γύρισαν με αυτόν τον τρόπο. Ο Καναδάς ίσως δεν είναι η χώρα που θέλει να πάει ή να ζήσει. Τώρα συνειδητοποιεί οτι μόνο η Ελλάδα είναι ο τόπος που μπορεί να βρεί την ευτυχία της.

Αισθάνεται οτι στο μυαλό της μιά αόρατη πόρτα έχει κλείσει. Αρρωσταίνει. Η διάγνωση των γιατρών μιλάει για κλινική κατάθλιψη. Τα φάρμακα δεν την βοηθούν, απλά την φέρνουν πιό βαθειά στον αναποδογυρισμένο της κόσμο. Είναι όμως τυχερή συναντώντας την ψυχαναλύτρια Σβετλάνα Σούχοβα, που απορρίπτοντας κάθε φάρμακο αρχίζει να της μιλά, βγάζοντας απο μέσα της σαν αγγίθες, τις ενοχές που είχαν τρυπήσει τη συνείδησή της. Η Σούχοβα επίσης συνέστησε στη Λίζα να βαπτισθεί.Προτείνει τον Θεό στη Λίζα με την ελπίδα οτι θα βρεί στην Υπέρτατη Δύναμη προστασία και καθοδήγηση.
Η Μαργκώ, εν τω μεταξύ, υποχωρεί στις απαιτήσεις της μεγάλης πιά κόρης της, στην οποία παραχωρεί το διαμέρισμά της και μετακομίζει στον πρώην σύζυγό της, παρ’ ότι δεν μπορεί να τον ανεχθεί. Στην Μόσχα ο πατέρας της, που πάντα ήταν το πρότυπό της, πεθαίνει. Στην δουλειά οι συνάδελφοί της που πρίν ήταν δουλικοί απέναντί της λόγω της θέσης του πατέρα της, της γυρνάνε την πλάτη, χάνει όλα της τα προνόμια και γίνεται όπως όλοι.
Στα σαρανταοχτώ της πρέπει να ξεκινήσει απο την αρχή. Η ζωή που είχε ζήσει μέχρι τώρα δεν ήταν η δική της , αλλά η αντανάκλαση της ζωής του πατέρα της. Μή μπορώντας να βρεί διέξοδο, η Μαργκώ αυτοκτονεί.

Η Λίζα, αντίθετα, με όλη της τη δύναμη μάχεται για να γυρίσει πίσω στη ζωή. Παρόλο που είναι ακόμη άρρωστη, αρχιζει να παραδίδει ιδιαίτερα μαθήματα και να κερδίζει με τον ιδρώτα της κάποια καλά λεφτά. Μέσα σ’ όλα τουτα η ίδια και ο Ιγνάτ αποφασίζουν να βαπτισθούν. Απο τότε που έφυγαν απο το νησί, ο Μίμης δεν έχει σταματήσει να της γράφει. Τα γράμματά του είναι γεμάτα συμπάθεια και λόγια στήριξης. Ολο το χειμώνα της στέλνει πακέτα με βιταμίνες, βούτυρο, καφέ και σοκολάτες. Η Σούχοβα λέει στη Λίζα οτι μιά απο τις αιτίες της αρρώστιας της είναι οτι απέτυχε να δημιουργήσει το δικό της σπιτικό. Τόσον καιρό δεν μπορεί να απαντήσει στο δίλημα : να μείνει ή να φύγει; Η ώρα της απόφασης έχει πιά έλθει. Η Λίζα αδύναμη απο την αρρώστια της και κάτω απο την πίεση των πειστικών σκέψεών της, αποφασίζει μιά για πάντα να ενώσει τη ζωή της με τον Δημήτρη Ζάγκο.
Για τον επίσημο αρραβώνα ο Μίμης έρχεται στο Κίεβο. Προσφέρει στη Λίζα ενα πανέμορφο δαχτυλίδι με δεκατρία διαμάντια. Μετά απο λίγο εκείνη , ο Ιγνάτ και ο Μίμης φεύγουν για την Αθήνα. Ομως η ζωή μαζί του είναι το ίδιο ανυπόφορη. Σε δύο εβδομάδες η Λίζα του επιστρέφει το δαχτυλίδι. Αυτή τη φορά όμως δεν του επιτρέπει να ελέγχει τη ζωή της . Του προτείνει να γίνουν συνέταιροι. Γνωρίζοντας την δίψα του να μαζεύει χρήμα τον πείθει οτι στην Ουκρανία μπορεί κανείς να κερδίσει χρήμα, εύκολα και γρήγορα. Το σημαντικό είναι να μη χάθεί η ευκαιρία. Ο Μίμης την πιστεύει και ιδρύει μιά εταιρία, στην οποία η Λίζα είναι ισότιμη εταίρος. Εκείνη επιστρέφει και πάλι στο Κίεβο, όπου ανοίγει γραφείο της εταιρίας, μαθαίνει τα βασικά της δουλειάς και πέφτει με τα μούτρα στην υλοποίηση των πρώτων της εγχειρημάτων.
Η δουλειές δεν πανε άσχημα. Οι δυό τους κατάφεραν να κερδίσουν όχι λίγα. Ο Μίμης επισκέπτεται για δουλειές συχνά το Κίεβο, ενώ ποτέ δεν εγκαταλείπει τις προσπάθειες να κάνει πιό στενές τις σχέσεις τους. Ομως αυτή τη φορά δεν τολμά να την πιέσει, αφού για εκείνον είναι η χήνα που γεννάει τα χρυσά αυγά. Παρ’ όλα αυτά βρίσκει τον τρόπο να την έχει δεμένη χειροπόδαρα και την πείθει να καταθέτει το μερίδιό της απο τα κέρδη σε κοινό λογαριασμό τους στην τράπεζα στην Ελλάδα. Ετσι θα ήταν ασφαλέστερα, της λέει. Η αλήθεια ήταν οτι οι Ουκρανικές τράπεζες εκείνη την εποχή χρεωκοπούσαν η μιά μετά την άλλη.
Η ζωή της Λίζας καλυτερεύει αισθητά . Ο Ιγνάτ σπουδάζει στο καλύτερο Λύκειο της πόλης. Αυτή, όπως και πριν, είναι μόνη. Νοσταλγώντας την πραγματική αγάπη δεν μπορεί να ξεχάσει εκείνο τον ανδρα απο την θαλαμηγό με τα μάτια του αρπακτικού. Σε κάποια απο τις επισκέψεις του στο Κίεβο, ο Μίμης φέρνει μαζί του καινούριους πελάτες που ίσως γίνουν και συνέταιροι. Οταν η Λίζα γνωριζεται μαζί τους, βλέπει ανάμεσά τους τον Τζώρτζ Αλιάγα. Δεν μπορούν να τραβήξουν ο ένας το βλέμμα του απ’ τον άλλον, γεμάτοι έκπληξη και γοητευμένοι απο ενα τέτοιο δώρο της μοίρας. Δεν κρύβουν τα συναισθήματά τους, πράγμα που εξαγριώνει τον Μίμη. Θεωρεί οτι η Λίζα ανήκει σ’αυτόν και μόνο σ’ αυτόν.
Παραλογισμένος απο τη ζήλεια κάποτε έρχεται αργά τη νύχτα στο σπίτι της Λίζας και της θέτει το τελεσίγραφο: Η ξεχνά την αγάπη της για τον Τζώρτζ, ή θα την αναφέρει στην φορολογική αστυνομία. Ο Μίμης ξέρει καλά οτι η Λίζα για να κερδίσει περισσότερα χρήματα και για τους δύο τους, κρύβει μέρος των κερδών. Στην Ουκρανία λειτουργεί ο νόμος του Δράκοντα που λέει οτι οι επιχειρηματίες αν πληρώνουν όλους τους επαχθείς φόρους μένουν χωρίς κέρδη και πολύ συχνά μάλιστα βάζουν απο την τσέπη τους για να πληρώσουν τους φόρους. Η Λίζα ρισκάρει προς όφελος και των δύο. Ο Μίμης την προειδοποιεί οτι είναι έτοιμος να την αναφέρει. Εκείνη αρνείται να υποταχθεί στι απαιτήσεις του και να παραιτηθεί απο την αγάπη της. Στην συνέχεια την απειλεί οτι θα της πάρει τα χρήματά της απο τον κοινό τους λογαριασμό, πράγμα που σημαίνει οτι η Λιζα θα μείνει πάλι, μαζί με την οικογένειά της, εντελώς άφραγγη. Παρ’ όλα αυτά διώχνει τον Μίμη απο το σπίτι της ελπίζοντας οτι δεν θα τον ξαναδεί μέχρι το τέλος της ζωής της. Πρίν φύγει ο Μίμης της πέταξε στο πρόσωπο τη φράση « όταν θα φτάσεις στον πάτο τότε θα συρθείς σε μένα».

Πραγματοποιεί τις απειλές του. Καλούν την Λίζα στην φορολογική αστυνομία, αλλά καταφέρνει να ξεφύγει. Η υπόθεσή της όμως δεν έκλεισε εντελώς αλλά απλά μπήκε στο συρτάρι.
Τώρα αντιπρόσωπεύει τα ενδιαφέροντα της εταιρίας του Αλιάγα. Η Λίζα και ο Τζώρτζ συνεργάζονται ελπίζοντας κάποια μέρα να ενώσουν τις καρδιές τους. Αλλά ο καιρός περνά κι ο Τζώρτζ δεν αποφασίζει να αφήσει τη σύζυγό του. Οι δουλειές τους δεν πανε καλά απο το ξεκίνημά τους. Ο Τζώρτζ δεν συγκεντρώνεται στη δουλειά και συχνά αφήνει εκτεθειμένη τη Λίζα με πελάτες, υποχρεώσεις και συμβάσεις. Η αγάπη τους, οι υποσχέσεις του για γάμο και η ανεπιτυχής συνεργασία τους κρατάνε τέσσερα ολόκληρα χρόνια. Εκείνη ούτε μπορεί, ούτε θέλει πιά να περιμένει. Σταματάει τη σχέση της μαζί του και γίνεται ξανά ανεξάρτητη και μόνη. Ιδρύει την δική της εταιρία, αλλά αυτή τη φορά κάνει αυτό που ξέρει πιό καλά απ’ όλα. Τουριστική επιχείρηση.
Μετά απο ένα χρόνο η επιχείρησή της γίνεται η τρίτη σε μέγεθος στην χώρα. Οι φωτογραφιες της εμφανίζονται σε όλα τα πολυτελή περιοδικά, δίνει συνεντεύξεις και γράφει η ίδια άρθρα για ταξίδια σε εξωτικές χώρες.

Πηγαίνοντας κάποια φορά στην Πορτογαλία για δουλειές μέσω Ελλάδας η Λίζα συναντά στην Αθήνα τον Αδάμ Ερατινό, ενα λαμπρό νέο, κληρονόμο ενός βυζαντινού τίτλου κόμητα και απόγονο μιάς πολύ παλιάς οικογένειας. Είχαν συναντηθεί παλιότερα για μιά μόνο στιγμή στο γραφείο του Τζώρτζ Αλιάγα, αλλά τότε η Λίζα ούτε που του έδωσε σημασία.
Ο Αδάμ την ερωτεύεται παράφορα. Εκείνη αισθάνεται κοντά του ηρεμία κι εμπιστοσύνη. Η ευγενική καρδιά του, η παιδιάστικη σχεδόν συμπεριφορά του και η τέλεια αίσθηση χιούμορ που έχει, την κάνουν να απαντήσει θετικά στην πρότασή του να ενώσουν τις ζωές τους. Ο Αδάμ, μαθαίνοντας οτι η Λίζα γεννήθηκε στο Ισμαήλ, της αποκαλύπτει οτι ο παππούς του, που εμπορευόταν στάρια απο την Οδησσό, μετακόμισε κάποτε στο Ισμαήλ,όπου έχτισε ένα σπίτι. Σ’εκείνο το αρχοντικό γεννήθηκε ο πατέρας του και ήταν εκείνου το όνομα που ήταν ψηφιδωμένο στο μωσαϊκό πάτωμα της μεγάλης αίθουσας που κάποτε έτρεχε μαζί με τ’άλλα παιδιά του σχολείου η μικρή Λίζα. Τότε συνειδητοποιεί οτι αυτή και ο Αδάμ συνδέονται με κάτι περισσότερο απο μιά συμπτωση, οτι η ίδια η μοίρα παρενέβη για να τους ενώσει.

Ο Αδάμ πηγαίνει στο Κίεβο όπου η Λίζα του παραχωρεί το γραφείο της για να εργάζεται πάνω στο δικό του επιχειρηματικό αντικείμενο. Παντρεύονται και γίνονται ενα πασίγνωστο ζευγάρι, που οι φωτογραφίες του εμφανίζονται συχνά στις κοινωνικές στήλες των εντύπων της χώρας.
Αλλά σταδιακά η Λίζα αρχίζει να απογοητεύεται απο τον σύζυγό της. Της φαίνεται οτι δεν είναι αρκετά έμπειρος, οτι η επιχειρηματικές του ικανότητες είναι ελλειπείς και οτι συχνά παίρνει λανθασμένες αποφάσεις. Είναι δειλά μαλακός κι έχει απαγορευτικά ευαίσθητη για ένα επιχειρηματία συνείδηση. Συχνά τσακώνονται άγρια ακόμα και μπροστά στους υπαλλήλους τους. Τοτε η Λίζα πάιρνει μιά απόφαση. Αφήνει τις επιχειρήσεις και μένει στο σπίτι. Θυσιάζει την πετυχημένη καριέρα της για να παραμείνει σύζυγος. Τώρα ο Αδάμ γίνεται το μεγάλο αφεντικό στο γραφείο. Για αρκετό καιρό δεν υποψιάζεται καν πόσο ακριβά θα πληρώσει αυτή της την απόφαση.

Υστερα απο ενάμισυ χρόνο κοινής ζωής ο Αδάμ μιά ωραία μέρα της άνοιξης πηγαίνει στο γραφείο και δεν επιστρέφει στο σπίτι. Για μερικές μέρες η Λίζα ψάχνει γι’ αυτόν στα νοσοκομεία, στην αστυνομία, ακόμα και στα νεκροτομεία. Ο,τι και να του συνέβη δεν πήρε κανένα απο τα προσωπικά του είδη μαζί, αλλά όχι μόνο την άφησε χωρίς χρήματα, αλλά και με τεράστια χρέη που δημιούργησε πίσω απο την πλάτη της. Οι πιστωτές του, περιλαμβανομένων των συνεταίρων του, απειλούσαν να την σκοτώσουν. Η φορολογική αστυνομία με την ευκαιρία ξαναθυμήθηκε την παλιά της υπόθεση. Η Λίζα γίνεται βορά για όλα τα αρπακτικά που οργάνωσαν τούτο το κυνήγι εναντίον της. Η φυλακή την απειλεί. Ο Ιγνάτ, που εκεινο τον καιρό σπουδάζει στη Γαλλία, διακόπτει τις σπουδές του και επιστρέφει στο Κίεβο για να παρασταθεί στην μητέρα του εκείνες τις δύσκολες ώρες.

Δύο εβδομάδες πριν την εξαφάνιση του Αδάμ, απρόσμενα η Λίζα παίρνει ενα τηλεφώνημα απο τον Μίμη. Εχουν περάσει κάμποσα χρόνια που δεν έχει ακούσει τη φωνή του. Είναι γέρος πιά και πολύ άρρωστος. Επίσης απρόσμενα, παρ’ ότι γνωρίζει οτι είναι πια παντρεμένη, την προσκαλεί να περάσει μερικές εβδομάδες στο εξοχικό του. Απορημένη απο την πρόταση η Λίζα φυσικά αρνείται. Τώρα όμως που είναι προδομένη, εγκατελειμένη και άφραγγη πάλι, η ίδια, χωρίς αναστολές, τηλεφωνεί στον Μίμη. Τελικά «η ώρα του γύπα» έφτασε. Η Λίζα του ζητάει χρήματα και αυτή τη φορά την βοηθάει χωρίς δεύτερη σκέψη. Εξαγοράζει το διαβατήριό της, που είχε κατασχεθεί απο την αστυνομία και παίρνει πίσω τα κοσμήματά της απο τους τοκογλύφους. Η Λίζα φεύγει για την Αθήνα, όπου ο Μίμης έχει ετοιμάσει για κείνη καλοκαιρινές διακοπές στο καλύτερο ξενοδοχείο στη θάλασσα και της ζητά να ηρεμήσει και να ξεχάσει τον Αδάμ. Εκείνη δεν νοιάζεται για διακοπές. Τρέμει ακόμη η ψυχή της μ’ αυτό που έκανε ο Αδάμ, ενώ συνεχίζει να προσπαθεί να υποθέσει τί τελικά συνέβη. Εξαναγάστηκε να φύγει; Απειλήθηκε; ή έφυγε απο μόνος του παρατώντας την προμελετημένα; Η περηφάνια και η αυτοεκτίμησή της έχουν πληγωθεί. Εχει αποφασίσει να τον βρεί παση θυσία και να ξεκαθαρίσει τήν κατάσταση μαζί του μέχρι το τέλος. Στην ουσία να τον ρωτήσει μόνο ένα πράγμα: «Γιατί;»

Για να βρεί τον Αδάμ χρειάζεται την βοήθεια δικηγόρου και φυσικά άρκετά χρήματα. Ακόμα χρειάζεται χρήματα για να απαλλάξει τον Ιγνάτ απο τη στρατιωτική του θητεία. Ο πόλεμος στην Τσετσενία και η πιθανότητα του αδικαιολόγητου θανάτου του γιού της είναι ο εφιάλτης που την κυνηγάει τις νύχτες. Σαν μοναδική διέξοδο η Λίζα βλέπει τον γάμο της με τον Μίμη. Η επιθυμία του να κατακτήσει το κορμί της δεν χάθηκε με τα χρόνια, αλλά αντίθετα δυνάμωσε. Η Λίζα τον ξεγελάει οτι αν την παντρευτεί θα είναι «καλή» μαζί του. Ο Μίμης της έχει πεί τόσες φορές ψέματα στο παρελθόν, που η Λίζα δεν αισθάνεται καμμιά αναστολή να τον εκβιάζει με την ίδια του την αδυναμία. Βγάζει το διαζύγιο με τον Αδάμ γρήγορα και χωρίς την παρουσία του, γιατί ο Αδάμ ποτέ δεν είχε δηλώσει τον γάμο του στην Ελλάδα αναβάλλοντάς το συνέχεια. Το έκανε επίτηδες άραγε ή όχι; Αφού έγινε σύζυγος του Μίμη η Λίζα ούτε καν σκέφτεται να ανταποκριθεί στα συζυγικά της καθήκοντα. Ομως όντας ευγνώμων για την βοήθειά του θέλει ειλικρινά να νοιαστεί γι’ αυτόν. Απολύει την οικονόμο του, που τον κλέβει και μαγειρεύει απαίσια. Η Λίζα πλένει, καθαρίζει, μαγειρεύει και φροντίζει το γέρο σύζυγό της, αλλά για τον Μίμη όλα αυτά ποτέ δεν είναι αρκετά. Η καθημερινή του επιθυμία, να την βάλει στο κρεβάτι του, γίνεται ολο και πιό αβάσταχτη.

Για να ξεδώσει, να αλλάξει διάθεση και να μιλήσει σε κάποιον, η Λίζα τηλεφωνεί στον Τζώρτζ. Εκείνος δεν δείχνει έκπληξη, άλλ’ αντίθετα χαίρεται που ξανακούει τη φωνή της. Συναντιώνται την ίδια μέρα και συνειδητοποιούν οτι, όπως παλιά, αρέσουν ακόμα ο ένας στον άλλο. Τους αρέσει να περνάνε λίγη ώρα μαζί και οι συναντήσεις τους γίνονται συχνές. Φαίνεται οτι η φυσική μεταξύ τους έλξη δεν τους απασχολεί πλέον – περνάνε ώρες συζητώντας κάπου σε μιά όμορφη ταβέρνα πίνοντας ούζο. Η Λίζα μιλάει στον Τζώρτζ για το πώς περνά τον αγαπημένο της κι ελάχιστο ελεύθερο χρόνο. Εχει αρχίσει πάλι να ζωγραφίζει. Εχει κάμποσους πίνακες ήδη και δεν ξέρει τι να κάνει μ’αυτούς. Ο Τζώρτζ την ακούει προσεκτικά και σκέφτεται οτι είναι η ώρα γι’ αυτήν , ίσως μέσ’απ’ τους πίνακές της, να γίνει κάποια. Υστερα θα μπορούσε γωρίς ντροπές να είναι μαζί της, αλλά μέχρι τώρα η Λίζα δεν είναι παρα μιά όμορφη αποτυχημένη.

Ο Μίμης ελπίζοντας να κάνει τη Λίζα να τηρήσει τις υποσχέσεις, που του έδωσε πριν το γάμο τους, αρνείται να της δίνει χρήματα, ακόμη και τα καθημερινά. Ετσι η Λίζα απαιτεί να της πληρώνει μισθό οικονόμου. Για να την ταπεινώσει ο Μίμης συμφωνεί. Κάποια μέρα κάνουν ένα μεγάλο και θορυβώδη καυγά. Ο Μίμης δεν μπορεί να ανεχθεί άλλο την συμπεριφορά της Λίζας. Αυτή τη φορά είναι αποφασισμένος να απαιτήσει τα δικαιώματά του. Εκείνη έχει βαρεθεί θανάσιμα και είναι αηδιασμένη να ακούει τα ίδια και τα ίδια κάθε μέρα εδώ και μήνες. Παράλληλα ο Μίμης δεν εκτιμά ούτε τη δουλειά της ουτε την φροντίδα της. Ενδιαφέρεται και χρειάζεται μόνο ένα πράγμα: το κορμί της. Η Λίζα καταλαβαίνει οτι την τελευταία δεκαετία σαν καρουσέλ γυρνάει στον κύκλο των ίδιων ανθρώπων, που την προδίδουν και την πληγώνουν. Μίμης, Τζώρτζ, Αδάμ και πάλι Τζώρτζ , Μίμης , Αδάμ. Θέλει να απαλλαγεί απ’ αυτούς. Να ξεκαθαρίσει με τον καθένα τους τις σχέσεις της μέχρι τέλους, και να καταλάβει τί ζητά ο καθένας τους απο εκείνη. Δεν πάρχει αγάπη πιά, έχεί ήδη χαθεί, αλλά η μοίρα την κρατάει ακόμα σφιχτά δεμένη μαζί τους. Τώρα έχει έλθει η ώρα του Μίμη...

Η Λίζα του λέει οτι συμφωνεί. Οτι θα έλθει στο κρεβάτι του κι οτι θα κρατήσει την υπόσχεσή της. Ο Μϊμης την περιμένει. Μπαίνει στο δωμάτιό του. Χωρίς να τον πλησιάσει σταματά στα πόδια του κρεβατιού του και... αρχίζει να λικνίζεται στους ήχους μιάς θανάσιμης μελωδίας που μόνο αυτή ακούει. Σταδιακά ο δαιμονικός αυτός χορός την συνεπαίρνει τόσο που τα ξεχνάει όλα. Θέλει μόνο ένα : να ελευθερωθεί, να ξαναζωντανέψει το κορμί της, να ξανανοιώσει πάλι το προαίσθημα και την ικανοποίηση, οτι κάπου υπάρχει η χαρά της αγάπης γι’ αυτήν. Ο Μίμης προσπαθεί να την αρπάξει με τα άρρωστα χέρια του, αλλά ξαφνικά χάνει την ανάσα και πέφτει βαρύς πάνω στα μαξιλάρια. Ηταν ενα οξύ εγκεφαλικό επισόδειο. Τη ίδια νύχτα πεθαίνει στο στρατιωτικό νοσοκομείο της Αθήνας.

Η Λίζα δεν υποφέρει απο τα τσιμπήματα της συνείδησής της., Ασυναίσθητα κι όχι επίτηδες βοήθησε τον Μίμη να απαλλαγεί απο την εμμονή, που τον βασάνιζε απο τότε που την πρωτοσυνάντησε. Επίσης αισθάνεται ανακουφισμένη – ηταν η κατάρα του και αυτό την βάραινε. Τώρα θα νοικιάσει ενα διαμέρισμα και θα σκεφτεί για τον εαυτό της. Τί θα κάνει με τους πίνακές της και πώς θα τους πουλήσει, γιατί τώρα χρειάζεται χρήματα πιό πολύ απο ποτέ. Ο κύριος σκοπός της παραμένει πάντα να βρεί τον Αδάμ και να μιλήσει μαζί του... Βεβαια δεν σκοπεύει να αφήσει τον Τζώρτζ να φύγει, γιατί τώρα ήλθε η ώρα για εκείνον...


Συνεχίζεται στο επόμενο βιβλίο της τριλογίας.



Σημείωση:
Το βιβλίο αυτό αγγίζει επίσης πολιτικά και ιστορικά θέματα καθώς και θέματα πίστεως. Η παρούσα σύνοψη αναφέρεται μόνο στην γενική πλοκή του έργου.

ΚΑΝΤΕ ΚΛΙΚ ΕΔΩ ΓΙΑ ΝΑ ΕΠΙΣΤΡΕΨΕΤΕ ΣΤΟ ΚΥΡΙΩΣ BLOG